ατύλιχτος

ατύλιχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τυλίχτηκε: Είχε ακόμη το νήμα ατύλιχτο.
2. αυτός που δεν έχει περιτύλιγμα (από πανί ή από χαρτί): Κανένα πράγμα σήμερα δε δίνεται στον αγοραστή ατύλιχτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατύλιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα 2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος 3. (για νήμα) ακουβάριαστος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή… …   Dictionary of Greek

  • αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”